ωρολογιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρολόι. 2. παρόμοιος με αυτόν του ρολογιού: Η βόμβα αυτή είχε ωρολογιακό μηχανισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστροστάτης — και αστεροστάτης, ο ωρολογιακός μηχανισμός ο οποίος στρέφει το τηλεσκόπιο σύμφωνα με τη διεύθυνση και την ταχύτητα της ημερήσιας κίνησης ώστε τα άστρα να φαίνονται ακίνητα στο πεδίο του τηλεσκοπίου … Dictionary of Greek
γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… … Dictionary of Greek
μετρονόμος — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ρυθμικής αγωγής ενός μουσικού κομματιού. Αποτελείται από ένα κουτί, πυραμιδοειδούς γενικά σχήματος, μέσα στο οποίο υπάρχει ένας ωρολογιακός μηχανισμός, που θέτει σε κίνηση ένα εκκρεμές. Στο κάτω… … Dictionary of Greek
σεισμογράφος — Συσκευή που χρησιμοποιείται για να καταγράφει την ώρα, τη διάρκεια, το εύρος και τα κύρια χαρακτηριστικά των κινήσεων ενός σημείου του γήινου φλοιού κατά τους σεισμούς. Είναι συσκευές, που βασίζονται στην αρχή της αδράνειας μαζών. Διατηρούνται σε … Dictionary of Greek
χρονόμετρο — Ρολόι ειδικής κατασκευής, για να επιτυγχάνεται μεγάλη ακρίβεια, η οποία διαπιστώνεται με δοκιμές από αναγνωρισμένους οργανισμούς ελέγχου (όπως π.χ. τα εργαστήρια του Νεσατέλ και της Γενεύης στην Ελβετία και της Μπρέρα στο Μιλάνο). Εκτός από τους… … Dictionary of Greek
ωρολογικός — ή, ό / ὡρολογικός, ή, όν, ΝΜ [ὡρολόγιον] νεοελλ. ωρολογιακός μσν. αυτός που λέει τις ώρες … Dictionary of Greek