ωρολογιακός

ωρολογιακός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρολόγι
2. αυτός που είναι διατεταγμένος σε ώρες («ωρολογιακό πρόγραμμα)
3. αυτός που έχει μηχανισμό ρολογιού («ωρολογιακή βόμβα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωρολόγιο + κατάλ. -ιακός (πρβλ. ψηφ-ιακός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ωρολογιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρολόι. 2. παρόμοιος με αυτόν του ρολογιού: Η βόμβα αυτή είχε ωρολογιακό μηχανισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστροστάτης — και αστεροστάτης, ο ωρολογιακός μηχανισμός ο οποίος στρέφει το τηλεσκόπιο σύμφωνα με τη διεύθυνση και την ταχύτητα της ημερήσιας κίνησης ώστε τα άστρα να φαίνονται ακίνητα στο πεδίο του τηλεσκοπίου …   Dictionary of Greek

  • γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… …   Dictionary of Greek

  • μετρονόμος — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ρυθμικής αγωγής ενός μουσικού κομματιού. Αποτελείται από ένα κουτί, πυραμιδοειδούς γενικά σχήματος, μέσα στο οποίο υπάρχει ένας ωρολογιακός μηχανισμός, που θέτει σε κίνηση ένα εκκρεμές. Στο κάτω… …   Dictionary of Greek

  • σεισμογράφος — Συσκευή που χρησιμοποιείται για να καταγράφει την ώρα, τη διάρκεια, το εύρος και τα κύρια χαρακτηριστικά των κινήσεων ενός σημείου του γήινου φλοιού κατά τους σεισμούς. Είναι συσκευές, που βασίζονται στην αρχή της αδράνειας μαζών. Διατηρούνται σε …   Dictionary of Greek

  • χρονόμετρο — Ρολόι ειδικής κατασκευής, για να επιτυγχάνεται μεγάλη ακρίβεια, η οποία διαπιστώνεται με δοκιμές από αναγνωρισμένους οργανισμούς ελέγχου (όπως π.χ. τα εργαστήρια του Νεσατέλ και της Γενεύης στην Ελβετία και της Μπρέρα στο Μιλάνο). Εκτός από τους… …   Dictionary of Greek

  • ωρολογικός — ή, ό / ὡρολογικός, ή, όν, ΝΜ [ὡρολόγιον] νεοελλ. ωρολογιακός μσν. αυτός που λέει τις ώρες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”